- ῥαντάς
- ῥαντά̱ς , ῥαντόςsprinkledfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… … Dictionary of Greek
ιστιοφόρο — Είδος σκάφους που πλέει με τη βοήθεια ιστίων. Μετά την εισαγωγή της μηχανικής πρόωσης και ιδιαίτερα μετά την τελειοποίηση των μηχανών εσωτερικής καύσης πολλά ι. διαθέτουν και βοηθητική μηχανή, την οποία χρησιμοποιούν για ιδιαίτερους ελιγμούς και… … Dictionary of Greek
κερκόπους — ο ναυτ. σύσπαστο που χρησιμοποιείται για την εκτροπή τής κέρκου προς κατάλληλη διευθέτηση τού επιδρόμου, κν. παλάγκο τής ράντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρκος με σημ. «μπούμα, κεραία τού ιστού τού επιδρόμου» + πους (< πούς), πρβλ. φελλό πους, χαλκό… … Dictionary of Greek
διασύραντας — διασύ̱ραντας , διασύρω tear in pieces aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάραντας — διά̱ραντας , διαίρω raise up aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάραντας — κατά̱ραντας , καταίρω take down aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσάραντας — προσά̱ραντας , πρόσ αἴρω attach aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναπάραντας — συναπά̱ραντας , συναπαίρω sail aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύραντας — σύ̱ραντας , σύρω draw aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεπάραντας — ἀντεπά̱ραντας , ἀντί ἐπαίρω lift up and set on aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)